αποχαιρετιστήριος

αποχαιρετιστήριος
-α, -ο αυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό («αποχαιρετιστήριο γεύμα», «αποχαιρετιστήρια παράσταση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαιρετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποχαιρετιστήριος — α, ο αυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό: Για να τον τιμήσουν περισσότερο οργάνωσαν και αποχαιρετιστήριο γεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντακτήριος — ον, ΜΑ [συντακτήρ] το αρσ. ως ουσ. ὁ συντακτήριος (ενν. λόγος) αποχαιρετιστήριος λόγος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ συντακτήριον ο συντακτήριος λόγος αρχ. συντακτικός …   Dictionary of Greek

  • συντακτικός — ή, ό / συντακτικός, ή, όν, ΝΑ, και συνταχτικός Ν [συντάσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνταξη νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. το ουδ. ως ουσ. το συντακτικό γραμμ. το μέρος τής γραμματικής που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”